- ἐπίστευσας
- поверилповерил ты
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐπίστευσας — πιστεύω trust aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)